- αὐτόχθων,-ονος
- ὁ N 3 11-1-2-0-0=14 Ex 12,19.48; Lv 16,29; 17,15; 19,34indigenous, native Lv 16,29*Jer 14,8 ὡς αὐτόχθων like a native-כאזרח for MT כארח like a travellerCf. HARLÉ 1988, 42
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αλλόχθων — ( ονος), ον αυτός που κατάγεται από άλλη χώρα, αλλοδαπός, ετερόχθων (σε αντίθεση προς το αυτόχθων). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + χθων] … Dictionary of Greek
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek